θειοθειικό οξύ

θειοθειικό οξύ
Ασταθές διβασικό οξύ, με τύπο H2S2O3. Είναι παράγωγο του θειικού οξέος, στο οποίο ένα άτομο οξυγόνου έχει αντικατασταθεί από ένα άτομο θείου. Το θ.ο. δεν έχει απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση και μπορεί να βρεθεί μόνο σε πολύ αραιό διάλυμα, όπου διασπάται σε θειώδες οξύ και θείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • θειοθειικά άλατα — Άλατα του θειοθειικού οξέος H2S2O3. Είναι γνωστά κυρίως τα θ.ά. των αλκαλίων και των αλκαλικών γαιών που είναι ευδιάλυτα στο νερό. Τα θ.ά., σε αντίθεση με το θειοθειικό οξύ, είναι σταθερά σε συνήθη θερμοκρασία, αλλά με θέρμανση διασπώνται σε… …   Dictionary of Greek

  • υποθειώδης — ες, Ν χημ. 1. χαρακτηρισμός άλατος ή εστέρα τού θειοθειικού οξέος, αλλ. θειοθειικός («υποθειώδες νάτριο») 2. φρ. «υποθειώδες οξύ» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης θειοθειικό οξύ …   Dictionary of Greek

  • θειονικά οξέα — Οξυγονούχα οξέα του θείου, με τύπο H2SνO6 (όπου ν = 2, 3, 4, 5). Τα θ.ο. υπάρχουν μόνο σε διαλύματα, διασπώνται, αν απομονωθούν, αλλά τα άλατά τους είναι κρυσταλλικά σώματα. Το διθειονικό οξύ (H2S2O6) διασπάται εύκολα σε θειικό οξύ και διοξείδιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”